Η εργατική συνέλευση νομάδες δημιουργήθηκε το 2016 από ανθρώπους που ζουν και δουλεύουν στα βορειοανατολικά προάστια. Είμαστε εργαζόμενοι/ες από διαφορετικούς κλάδους και χώρους δουλειάς, έχουμε όμως παρόμοιες εμπειρίες και σίγουρα βράζουμε στο ίδιο καζάνι. Η συνέλευση μας είναι αυτόνομη, από πίσω δεν βρίσκονται κόμματα η επαγγελματίες συνδικαλιστές. Λειτουργούμε στα πλαίσια της αυτοοργάνωσης και υποστηρίζουμε ότι αν δεν δράσουμε εμείς οι εργαζόμενοι-ες δεν το κάνει κανείς για εμάς.
Τα 2 τελευταία χρόνια, σε τοπικό επίπεδο, στις γειτονιές μας και στους χώρους εργασίας προσπαθούμε να μιλήσουμε για τις ζωές μας και να δράσουμε με αποκλειστικό μπούσουλα τα συλλογικά ταξικά μας συμφέροντα. Το τελευταίο 6μηνο η συνέλευση μας τρέχει μια καμπάνια σχετικά με την αδήλωτη εργασία. Η σημερινή εκδήλωση γίνεται στα πλαίσια αυτής της καμπάνιας. Αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα γιατί πολλοί από εμάς δουλεύουν σε αυτό το καθεστώς καθώς επίσης πιστεύουμε ότι την αδήλωτη εργασία την βιώνει σήμερα αν όχι η πλειοψηφία, ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.
Μιλάμε για το σήμερα αλλά πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η αδήλωτη εργασία δεν προέκυψε ως μια καινούρια συνθήκη μέσα στην κρίση. Όλες οι μορφές άτυπης εργασίας, που πλέον μας φαίνονται κοινότυπες εφαρμόστηκαν πάνω στο μεγάλο πλήθος των μεταναστών από τα Βαλκάνια και τα κράτη του λεγόμενου“ανατολικού μπλοκ» ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 90. Τότε λοιπόν, όπου δεν υπήρχε κανένα ΔΝΤ στην ιστορία, στα χωράφια, στις οικοδομές, στις βιοτεχνίες, στις οικιακές εργασίες και στην βιομηχανία του τουρισμού οι μετανάστες αποτέλεσαν τα πάμφθηνα εργατικά χέρια για την κερδοφορία του κεφαλαίου.
Είναι και η εποχή όπου η ντόπια εργατική τάξη ζει το “όνειρο”, με το ένα δάνειο να φέρνει το επόμενο και το σύνολο των επίσημων συνδικαλιστικών φορέων να ασχολούνται πως θα διατηρήσουν ή να διευρύνουν τα προνόμια του κάθε κλάδου. Όλα αυτά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να κρατηθεί για πολλά χρόνια η μη ελληνικής καταγωγής εργατική τάξη όχι απλά έξω από κάθε σύμβαση, κλαδική ή επιχειρησιακή αλλά εκτός νόμου, οποιοδήποτε νόμου. Συνεπώς τα ντόπια αφεντικά, κυρίως τα μικρά και τα μεσαία άρπαξαν την ευκαιρία να επιβάλουν την υποτίμηση της εργασίας με πολλούς αποτελεσματικούς τρόπους, ανάμεσα τους ήταν και η μαύρη εργασία.
Γυρνώντας στο σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει. Με το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, τα αφεντικά μέσω των μνημονίων κατάφεραν να γκρεμίσουν το προηγούμενο «τυπικό σύνταγμα των εργασιακών σχέσεων». Όταν αναφερόμαστε στο τυπικό σύνταγμα εννοούμε την εργατική νομοθεσία που καταγράφεται με την μορφή νόμων, διατάξεων και θεσμών εφαρμογής και ελέγχου.
Το εκμεταλλευτικό μοντέλο της ανασφάλιστης εργασίας δεν αποτελεί πλέον μεμονωμένο φαινόμενο για κάποιες συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων πχ για τους μετανάστες ή τις γυναίκες αλλά έχει επεκταθεί σε μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης ,ανεξαρτήτως κλάδου, επαγγέλματος, ηλικίας, φύλου, εθνικότητας. Η αδήλωτη εργασία εντοπίζεται σε κλάδους και επαγγέλματα όπως ο επισιτισμός, τα φροντιστήρια, τα κομμωτήρια, το εμπόριο, οι οικιακές εργασίες, τα συνεργεία αυτοκινήτων, οι μεταφορικές επιχειρήσεις, οι κατασκευές, οι βιοτεχνίες και τα αγροκτήματα κ.α.
Να διευκρινίσουμε εδώ ότι όταν λέμε αδήλωτη εργασία δεν περιγράφουμε μόνο την «μαύρη εργασία» (δηλαδή την εργασία που δεν δηλώνεται καθόλου στις αρμόδιες αρχές), αλλά και την υποδηλωμένη, η οποία εκδηλώνεται με πολλές μορφές όπως:
- Δήλωση λιγότερων ωρών από τις πραγματικές
Η συντριπτική πλειοψηφία των εργοδοτών εξ’ αρχής ξεκαθαρίζει πως θα κολλάει λιγότερα ένσημα απ’ όσα θα έπρεπε και αυτό αποτελεί κανόνα στη σημερινή αγορά εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι η «πλήρης» εργασία να εμφανίζεται ως μερική και μαζί μ’ αυτό να γίνονται “μερικά” κι όλα τα υπόλοιπα: δώρο Χριστουγέννων, επίδομα άδειας κλπ.
- Δήλωση χαμηλότερου εισοδήματος από το πραγματικό
Ουσιαστικά μας δηλώνουν χαμηλότερους μισθούς, για να γλυτώνουν τα αφεντικά τις αυξημένες ασφαλιστικές τους εισφορές. Η μας δηλώνουν με άλλες ειδικότητες για να αποφεύγουν να πληρώνουν τα αντίστοιχα ένσημα πχ βαρέα ανθυγιεινά.
- Παράβαση των ωραρίων εργασίας – κλεμμένες ώρες
Η αλλιώς, οι υπερωρίες που δεν δηλώνονται η και δεν πληρώνονται. Το αποτέλεσμα είναι χιλιάδες εργαζόμενοι να δουλεύουμε για 50,60 ήκαι περισσότερες ώρες την εβδομάδα και τα ένσημάμας να αντιστοιχούν μόνο στις δηλωμένες 40 ώρες
- Ψευδο-αυτοαπασχόληση / το “μπλοκάκι”
Νέα εκμεταλλευτική σχέση για εργάτες και εργάτριες κυρίως στον τομέα της πληροφορίκης. Εδώ μιλάμε για τη μεγαλύτερη φάρσα των εργοδοτών αφού ένας «εργαζόμενος με μπλοκάκι» δεν αναγνωρίζεται ως μισθωτός αλλά ως αυτοαπασχολούμενος-συνεργάτης. Χωρίς εργασιακά δικαιώματα και με το κόστος της ασφάλισης να μετακυλύετε αποκλειστικά στον ίδιο τον εργαζόμενο.
Με βάση τα παραπάνω μπορεί ο καθένας και η καθεμία σήμερα να δει τον εαυτό του στο καθεστώς της αδήλωτης εργασίας.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό να χτυπήσουμε την άποψη που λέει ότι αδήλωτα και με λίγα παραπάνω χρήματα στο χέρι κερδίζουμε σαν εργαζόμενοι/ες. Μέσα από την αδήλωτη εργασία, οι εργοδότες καταφέρνουν να μειώνουν εμμέσως το μισθό μας, μην πληρώνοντας για την ασφάλισή μας. Γιατί μισθός δεν είναι μόνο τα χρήματα που παίρνουμε κάθε τέλος του μήνα (ή στο τέλος της ημέρας) στην δουλειά μας. Είναι κι ο λεγόμενος έμμεσος μισθός που παρακρατείται από τις αποδοχές μας και καταβάλλεται και από τους εργοδότες, για να επιστρέψει από το κράτος σε μας υπό τη μορφή κοινωνικών παροχών, όπως για παράδειγμα:
1) Η δωρεάν ή με μικρό κόστος ιατροφαρμακευτική περίθαλψη μέσα από την έκδοση του βιβλιαρίου υγείας
2) Η αποζημίωση σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας
3) Το επίδομα ανεργίας
4) Τα επιδόματα πρόνοιας (στέγης, μητρότητας, τέκνων, αναπηρίας, χηρείας, κ.α)
5) Η σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας
Η Κοινωνική Ασφάλιση
Η ορατότητα της εργασίας μας και τα βασικά εργασιακά δικαιώματα που θεσμοθετήθηκαν, με μια αργή και ετεροχρονισμένη -ανά τον κόσμο- διαδικασία, έχουν κοινή ιστορία με την οργάνωση του εργατικού κινήματος και τις μαχητικές διεκδικήσεις του. Στις αρχές του 20ου αιώνα η εργατική τάξη μέσα από σκληρούς ταξικούς αγώνες ενάντια στην εργοδοσία και τις μέχρι τότε θεσμικές αποτυπώσεις της, κατάφερε να διεκδικήσει κάτι που μέχρι τότε φάνταζε αδύνατο. Ανάγκασε την αστική τάξη να βάλει το χέρι στη τσέπη της έτσι ώστε να φροντίσει για την υγεία και την περίθαλψη των εργατών-τριών, να οριοθετήσει τις ώρες-ημέρες εργασίας και να αναλάβει να καλύψει πολλές άλλες υποχρεώσεις πάνω στην εργασία. Γνωρίζουμε ότι αυτή η προώθηση των εργατικών συμφερόντων δεν ήρθε ουρανοκατέβατη ούτε αναίμακτα, που μια αφελής αφήγηση θέλει.
Η κοινωνική ασφάλιση δεν ήταν ένα αποτέλεσμα της ευημερίας του καπιταλισμού και της συνεπαγόμενης αύξησης της πίτας για όλους. Ούτε ήταν απλώς ένα ρεύμα καπιταλιστικής ανάπτυξης στα πλάισια του κεϋνσιανισμού, που το διαδέχθηκε αργότερα ο νεοφιλελευθερισμός, έπειτα από χρόνια συνύπαρξης και σύγκρουσής τους. Η κοινωνική ασφάλιση ήταν μια τεράστια συνεισφορά του ταξικού κινήματος στην βελτίωση των συνθηκών της εργασίας και ζωής της εργατικής τάξης, κατάκτηση που προσπάθησε το κεφάλαιο να καθυποτάξει και να ενσωματώσει στα μέτρα του τρόπου ανάπτυξης του και της εκ νέου κυριαρχίας του.
Μέχρι την κατοχύρωση των εργατικών διεκδικήσεων, η εργατική τάξη είχε μία και μόνο μοίρα. Ήταν η μοίρα της εργασίας σε απάνθρωπες συνθήκες, με μεροκάματα πείνας, με 12 και 13 ώρες την ημέρα. Εκείνες τις εποχές οι εργάτες και οι εργάτριες πέθαιναν μέσα στα εργοστάσια και τα ορυχεία, είτε από αρρώστιες είτε από εργατικά «ατυχήματα» και για όλα αυτά το κόστος και οι ευθύνες των καπιταλιστών ήταν ανύπαρκτες. Οι εργάτες και οι εργάτριες ήταν τα άλογα που είτε ψόφαγαν στη δουλειά είτε όταν δεν μπορούσαν να παράγουν άλλο και έπρεπε να ψοφήσουν. Η κοινωνική ασφάλιση λοιπόν, μας έδωσε τη δυνατότητα ως Τάξη, να μην πεθαίνουμε στη δουλειά, να μη δουλεύουμε εξαντλητικά ωράρια, να βελτιώσουμε το βιοτικό μας επίπεδο, να ξαναπατήσουμε στα πόδια μας και να αγωνιστούμε για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Κλείνοντας την εισήγηση μας, θα αναφερθούμε και στην κρατική διαχείριση της αδήλωτης εργασίας.
Παρατηρούμε ότι όλα τα κυβερνητικά μέτρα που έχουν παρθεί για την πάταξη της αδήλωτης εργασίας, ειδικότερα στα χρόνια κρίσης, δεν σκόπευαν και ούτε σκοπεύουν στην προστασία των ανασφάλιστων εργαζομένων. Κι αυτό γιατί; Γιατί είναι ολοφάνερο ότι ο στόχος τους κάθε φορά δεν είναι άλλος από το συμμάζεμα της παράτυπης οικονομίας, όπως και την ονομάζουν, η οποία βρίσκεται σε έξαρση και αφήνει πράγματι βαθιές πληγές στον εισπρακτικό μηχανισμό του κράτους. Άρα μιλάμε για μια προσπάθεια μαζικής συμμόρφωσης των εργοδοτών που έχουν κηρύξει άρνηση πληρωμών σε ασφαλιστικά ταμεία και εργαζόμενους εκμεταλλευόμενοι την υπάρχουσα κουτσουρεμένη εργατική νομοθεσία.
Εμείς καταρχάς λέμε ότι το ξεσάλωμα των εργοδοτών οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ανεργίας και στην διάλυση της εργατικής νομοθεσίας, η οποία προήλθε προφανώς από τα μνημόνιαπου ψήφισαν και εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 μέχρι και σήμερα. Δηλαδή η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, οι μειώσεις μισθών, η ενίσχυση των ελαστικών μορφών απασχόλησης είναι αυτά που έδωσαν “αέρα στα πανιά” της εργοδοσίας να κάνει πραγματικά ότι θέλει.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Στα τέλη του 2013, η μαύρη εργασία στην Ελλάδα ανερχόταν στο πρωτοφανές 40,5%. Δηλαδή 4 στους 10 εργαζόμενους δούλευεαν χωρίς να φαίνονται σε κάποιο πίνακα προσωπικού. Την ίδια χρονιά πάρθηκαν διάφορα κυβερνητικά μέτρα, ένα από αυτά είναι η επιβολή προστίμου των 10.550 ευρώ ανά εργαζόμενο, κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα. Εκ των υστέρων είδαμε ότι με την συγκεκριμένη ρύθμιση, το Υπουργείο στόχευε ή τουλάχιστον κατάφερε απλώς να διαμορφώσει μια πλασματική εικόνα μαζικής συμμόρφωσης στις ασφαλιστικές διατάξεις. Δηλαδή, μπορεί να είδαμε 2 χρόνια μετά να μειώνεται δραστικά η μαύρη εργασία, αλλά είδαμε παράλληλα να αυξάνονται ραγδαία κι όλες οι μορφές υποδηλωμένης εργασίας όπως τις παρουσιάσαμε στην αρχή. Μια τρύπα στο νερό δηλαδή…
Παρατηρούμε επίσης, ότι κάθε κυβερνητικό μέτρο συνοδεύεται με μπόλικα κίνητρα και απαλλαγές προς τα αφεντικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και το μπλοκάκι, όπου και με νόμο του κράτους, ο εργοδότης μπορεί να βαφτίζει τους εργαζόμενους του σε “αυτο-απασχολούμενους” και να απαλλάσσεται από την ασφάλισης τους. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ισχυρίζεται ότι θα το καταργήσει δίνοντας μάλιστα χρηματικά κίνητρα στους εργοδότες για να προχωρήσουν σε αλλαγές στις συμβάσεις.
Για να έρθουμε στο σήμερα, 4 χρόνια μετά, η σημερινή κυβέρνηση προτείνει αλλαγή στην αρχιτεκτονική του προστίμου για την αδήλωτη εργασία. Συγκεκριμένα, προτείνει δραστική μείωση του προστίμου, αλλά αυτό θα καθορίζεται από την σύμβαση της (επανα)πρόσληψης του εργαζομένου που πιάστηκε αδήλωτος.
Το υπουργείο ισχυρίζεται ότι οι αλλαγές αυτές θα εξυπηρετήσουν μια νέα λογική που έχει στον πυρήνα της την απόδοση δικαιοσύνης υπέρ του εργαζομένου. Εμείς λέμε, ότι αυτές οι νέες ρυθμίσεις έχουν ένα κύριο μέλημα: Nα αντιμετωπίσουν την ανταρσία των εργοδοτών (κυρίως των μικρομεσαίων) που αρνούνται να πληρώσουν τα βαριά πρόστιμα, με τα περισσότερα από αυτά να ακυρώνονται λόγω προσφυγών στα δικαστήρια ή να καταλήγουν αρκετά χρόνια μετά στα ληξιπρόθεσμα.
Και τα εύλογα ερωτήματα παραμένουν. Μήπως η μείωση του προστίμου των 10.550 θα ωθήσει και πάλι τους εργοδότες να στραφούν προς την μαύρη εργασία; Μήπως τα κυβερνητικά μέτρα στοχεύουν μονάχα σε μια εικονική μείωση της αδήλωτης εργασίας και όχι στην ουσιαστική αντιμετώπιση της; Η απάντηση εδώ είναι ναι. Το είδαμε χαρακτηριστικά και τον περασμένο Ιούλη με τους προκλητικούς πανηγυρισμούς της κυβέρνησης για την μείωση των δεικτών της ανεργίας από το 27.2% στο 20%. Όταν η μείωση της ανεργίας που πανηγυρίζουν γίνεται μέσα από μια συστηματική αύξηση των ελαστικών μορφών εργασίας (voucher, κοινωφελή προγράμματα, part time δουλειές), κάτι που τελικά οδηγεί στην διατήρηση ενός φαύλου κύκλου ανεργίας – μισό-εργασίας.
Τέλος, εμείς λέμε ότι ο αγώνας ενάντια στην αδήλωτη εργασία είναι ένας διαρκής αγώνας που βρίσκεται μπροστά μας και πρέπει να διεξαχθεί από εμάς τους ίδιους. Είναι ένας αγώνας που σηματοδοτεί την διεκδίκηση της ορατότητας της εργασίας και της τάξης μας με στόχο: α) την ικανοποίηση των αναγκών μας στο τώρα β) μια καλύτερη θέση στο συσχετισμό δύναμης απέναντι στους εκμεταλλευτές μας.