Δεν έχουμε κοινά συμφέροντα με τα αφεντικά | Έντυπο δρόμου #2

Το παρακάτω έντυπο δρόμου μοιράστηκε σε χώρους δουλειάς, ΙΚΑ, ΟΑΕΔ, στάσεις λεωφορείων & μετρό στις περιοχές Μαρούσι, Χαλάνδρι, Αγία Παρασκευή και Χολαργό σε 1000 κομμάτια. 

Τέσσερις εργατικές αφηγήσεις από τέσσερις διαφορετικούς χώρους δουλειάς. Και οι τέσσερις αφηγήσεις περιγράφουν μια υπαρκτή και πολύ γνώριμη κατάσταση σε όσους/ες είναι αναγκασμένοι/ες να πουλάνε την εργασία τους (δηλαδή τον χρόνο τους και την ενέργεια τους) για να ζήσουν.

Καταγράφουμε αυτές τις ιστορίες, γιατί θέλουμε να ξεκινήσουμε να μιλάμε δημόσια για εμάς τους ίδιους και τις καθημερινότητες μας, με σκοπό να συναντηθούμε, να οργανωθούμε και να αγωνιστούμε ενάντια στa αφεντικά. Να μην ταυτιστούμε με τα συμφέροντα τους και τις επιχειρήσεις τους αλλά να σκεφτούμε και να δράσουμε από κοινού, ο ένας δίπλα στην άλλη, με βάση τις δικές μας ανάγκες.

 

 

  Η εκδίκηση του ‘‘εμείς’’

Τα τελευταία χρόνια περιπλανιέμαι εργασιακά σαν σερβιτόρα από μαγαζί σε μαγαζί. Είμαι από την γενιά που έχει δεχτεί να δουλεύει με λιγότερα γιατί αλλιώς δεν θα βρει ποτέ δουλειά. Εδώ και 8 μήνες δουλεύω σε ένα εστιατόριο αλλά παράλληλα ψάχνω να βρω για κάπου καλύτερα. Σταθερό πρόγραμμα δεν υπάρχει ούτε κι εδώ και έτσι αναγκάζομαι να είμαι με το κινητό στο χέρι ανά πάσα στιγμή για να απαντήσω στα τηλέφωνα του αφεντικού μου. Συν τοις άλλοις, το τελευταίο καιρό έχουμε και τις γκρίνιες του επειδή όπως λέει το τελευταίο διάστημα «έχει πέσει η δουλειά».

Η ένταση συνεχίστηκε τις προάλλες όταν η πιο παλιά εργαζόμενη στο μαγαζί, η Μαρία, μάλωσε μαζί του γιατί τις έχει κόψει πολλά μεροκάματα. «Βάλε πλάτη στο μαγαζί αλλιώς υπάρχουν άλλοι τόσοι έξω που περιμένουν για την θέση σου» της φώναζε εριστικά. «…το μόνο που ξέρει είναι να σε ταπεινώνει και να σε εκβιάζει. Βρες κάπου αλλού αν θέλεις να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο!» μου είπε η Μαρία μετά το σκηνικό. «Μα καλά, ποιό αφεντικό δεν εκβιάζει στις μέρες μας με τόση ανεργία;» την ρώτησα. Δεν μου απάντησε αλλά έδειξε ότι συμφωνεί.

Κι ενώ το μαγαζί συνέχιζε να «μην βγαίνει», το αφεντικό μας ανακοίνωσε ότι το επόμενο Σάββατο θα έχουμε 2 δεξιώσεις με μπόλικες κρατήσεις… δηλαδή άλλο ένα Σάββατο ξεπάτωμα… Πλέον μας ήταν ξεκάθαρο ότι κάθε φορά που εμφανίζεται “ζορισμένος”, είτε επιδιώκει περισσότερα κέρδη γιατί αποθρασύνεται είτε προσπαθεί να τα διατηρήσει σε ικανοποιητικά επίπεδα. Οι δικαιολογίες του όμως είχαν στερέψει. Προχθές, εγώ, η Μαρία και τρεις μάγειρες καθώς συνωμοτούσαμε στο τέλος της βάρδιας κράζοντας το αφεντικό, έπεσε στο τραπέζι μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Την επόμενη εβδομάδα θα είναι η καλύτερη ευκαιρία για να του δείξουμε ότι κι εμείς «δεν βγαίνουμε», με τα μεροκάματα που μας έχει κόψει, με τα επιδόματα και τα ολόκληρα ένσημα που δεν μας καταβάλει, με την ζωή-λάστιχο που έχουμε αποκτήσει. Την επόμενη Κυριακή, το αφεντικό θα πάθει απανωτά εγκεφαλικά καθώς του ετοιμάζουμε μια απροειδοποίητη κοπάνα ώστε να μην είναι σε θέση να ανοίξει το μαγαζί. Κι άμα θέλει σώνει και καλά να το ανοίξει, ας το δουλέψει μόνος του! Η εικόνα του πανικόβλητου αφεντικού που θα προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει θα είναι μαγική. Η εκδίκηση του «εμείς» θα έχει ήδη ξεκινήσει…

H ιστορία του club sandwich

Το καλοκαίρι που μας πέρασε δούλεψα σε ένα αναψυκτήριο, το οποίο λειτουργούσε ταυτόχρονα και σαν  θερινό σινεμά. Είμαι ένας από τους χιλιάδες νέους που ζουν με τους γονείς τους, που είναι φοιτητής, που δεν έχει σταθερή δουλειά και δουλεύει περιστασιακά σε ό,τι μπορέσει να βρει. Ο μισθός μου ήταν γύρω στα 300 ευρώ τον μήνα, όσο δηλαδή ο κατώτατος βασικός στην ελλάδα της κρίσης. Για τα αφεντικά  ήταν αυτονόητο πως τα ένσημά μου θα είναι μισά, όπως επίσης ήταν αυτονόητο πως το συμφωνημένο 6ωρο, «άμα χρειαζόταν», θα μπορούσε να φτάσει και το 8ωρο. Το πόστο μου ήταν λαντζιέρης, με απλά λόγια η δουλειά μου ήταν να πλένω ότι κυκλοφορούσε μέσα στο αναψυκτήριο, στα τραπέζια, στο μπαρ, στη κουζίνα, στο θερινό σινεμά. Η λάντζα είναι μια δουλειά που έχει πολλή ζέστη και ιδρώτα λόγω των πλυντηρίων πιάτων και των υψηλών θερμοκρασιών τους, είναι μια δουλειά βρώμικη, είναι μια δουλειά όπου μεταφέρεις μπασκέτες γεμάτες με πιάτα και ποτήρια, με αποτέλεσμα να νιώθεις εξουθενωμένος από την αρχή. Εκτός από όλα αυτά βέβαια, επειδή  πάντα ο λαντζιέρης είναι ο πιο υποτιμημένος στους χώρους εργασίας κουβάλαγα στα ξεφορτώματα, γέμιζα κανάτες με νερό, μάζευα τα σκουπίδια στο σινεμά  και ενίοτε μάζευα και κάνα τραπέζι. Υποτιμημένος σημαίνει πως στο χώρο δουλειάς σου, μπορούν όλοι (αφεντικά και εργαζόμενοι) να σε θεωρήσουν το «παιδί για όλες τις δουλειές» και αυτό με τη σειρά του σημαίνει, πως θα κάνεις δουλειές που θα έπρεπε να τις κάνουν άλλοι εργαζόμενοι (π.χ. καθαριστές, βοηθοί σερβιτόρων, κτλπ), οι οποίοι τις περισσότερες φορές δεν υπάρχουν, ώστε να μην πληρώσει ο εργοδότης παραπάνω μισθούς.

Σε αυτή την επιχείρηση το πόστο του λαντζιέρη ήταν στον ίδιο χώρο με τη κουζίνα. Ο μάγειρας, ένας μεσήλικας που εδώ και 30 χρόνια έχει δουλέψει σε όλα τα φαστφουντάδικα της Aθήνας, είχε σαν αγαπημένο του θέμα συζήτησης με το αφεντικό τη γευστικότητα και την μοναδικότητα του club sandwich του μαγαζιού, ένα φαγητό που το ανήγαγε σε παραγωγή ενός ιερού έργου. Προσπαθούσανε να βρούνε από κοινού νέους τρόπους για να αναβαθμιστεί το συγκεκριμένο πιάτο, επευφημούσανε τους πελάτες που το εκτιμούσανε, κουτσομπολεύανε όσους κάνανε παράπονα. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που το μαγαζί ήταν φίσκα γεμάτο. Έδειχνε ευρωπαϊκούς αγώνες ποδοσφαίρου που παίζανε 4  ελληνικές ομάδες  και το θερινό σινεμά είχε πρεμιέρα μια παιδική ταινία!!! Οι σερβιτόροι και οι σερβιτόρες έτρεχαν σαν τρελοί να προλάβουν τις παραγγελίες , ο barman δεν προλάβαινε να φτιάξει τις παραγγελίες, εγώ έπλενα ασταμάτητα, με αποτέλεσμα μέσα σε μία ώρα να έχω πλύνει δύο φορές όλα τα σκεύη του μαγαζιού και οι παραγγελίες  να πέφτουν βροχή. Το περιβόητο club sandwich , η μαλακία για την οποία καυχιότανε, τώρα είχε γίνει ο ίδιος του ο εφιάλτης. Γύρω στους 100 πελάτες ζητάγανε club sandwich. Ο μάγειρας δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Έτρεχε σε ένα δωμάτιο 7 τμ., δεν υπήρχαν άλλα πιάτα, τα υλικά του τελείωναν , οι σερβιτόροι τα άκουγαν από τους πελάτες γιατί αργούσε η παραγγελία τους και το αφεντικό, αυτή τη φορά βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τη «καλή» σχέση που είχε με το μάγειρα και αντιμετωπίζοντας τον σαν όλους τους άλλους εργαζόμενους,  ήρθε να τον κατσαδιάσει  σαν να μην υπάρχει αύριο. Έβριζε για την κακή προετοιμασία του μάγειρα, έβριζε για την ώρα που καθυστερούσανε τα πιάτα, έβριζε για όλα. Ο μάγειρας τελικά, ενώ χρειάστηκε 2 ηρεμιστικά, την έβγαλε τη δουλειά. Πήρε τα ίδια λεφτά και την επομένη ξαναήρθε στη δουλειά. Στη πραγματικότητα ο μάγειρας , οι σερβιτόροι, ο barman και εγώ σαν λαντζιέρης ήμασταν αυτοί που βγάλαμε (και) εκείνο το βράδυ υπερκέρδη για το αφεντικό. Χωρίς εμάς δεν θα μπορούσε να προσφέρει στους πελάτες μπύρες και ποτά, ούτε club sandwich, δεν θα υπήρχε άνθρωπος για να τους σερβίρει, ούτε κάποιος για να πλένει ό,τι υπάρχει εκεί μέσα. Μια επιχείρηση χωρίς τους εργαζόμενους δεν μπορεί να υπάρξει, ένα αφεντικό χωρίς εμάς δεν μπορεί να βάλει ούτε ευρώ στη τσέπη του ή καλύτερα, όσα ευρώ μπαίνουν στις τσέπες του οφείλονται αποκλειστικά και μόνο από την δική μας εργασία.

 

…γύρνα πίσω σφαίρα έχουν έρθει άλλες δυο

Είναι Κυριακή μεσημέρι και ετοιμάζομαι νωχελικά να ξεκινήσω για τη δουλειά . Έξω έχει συννεφιάσει, μάλλον θα βρέξει και σκέφτομαι εκείνα τα αδιάβροχα που μας είχε υποσχεθεί το αφεντικό στη δουλειά, αλλά δεν πήρε ποτέ .Δουλεύω ντελίβερι σε ένα μαγαζί επισιτισμού. Από μισθό, ξέρεις… τα κλασικά: 4 ευρώ την ώρα με τα ένσημα μέσα. Πέντε με έξι ώρες στον δρόμο, πάνω σε ένα παπί και ο χρόνος διαρκώς να σε πιέζει: «Κάνε γρήγορα, η παραγγελία έχει αργήσει», «Γύρνα πίσω σφαίρα, έχουν έρθει άλλες δυο». Ατάκες που ακούς συχνά καθ’ όλη τη διάρκεια μιας βάρδιας. Για βενζίνες-σέρβις -προστασία στο δρόμο, ούτε λόγος, όλα από την τσέπη σου. Φτάνω στο μαγαζί. Ο Κώστας είναι ήδη εκεί και φορτώνει την κούτα στο παπί του, ενώ με ενημερώνει ότι μέσα ετοιμάζονται ήδη 3 παραγγελίες

-Τι; Κιόλας; Πάλι θα τρέχουμε σαν τους μαλάκες πάνω-κάτω;
-Τι να κάνεις; Δε λες ευτυχώς που έχει δουλειά το μαγαζί και βγαίνει το μεροκάματο…
-Γιατί, ρε Κώστα, μήπως θα πληρωθούμε παραπάνω άμα έχει περισσότερη δουλειά; Ή μήπως το αφεντικό θα βάλει τίποτα για τις βενζίνες, που καίμε για το μαγαζί του; Κανονικά θα έπρεπε να τις ζητήσουμε.
-Ναι ,αλλά τουλάχιστον εδώ μας πληρώνουν κανονικά και στην ώρα μας, όχι όπως αλλού…
-Τι κανονικά? Ένα σωρό λεφτά μας κλέβουν, αλλά είμαστε μαλάκες και εμείς που δεν τα ζητάμε..
Ο Κώστας με κοιτάζει απορημένα. Προφανώς για αυτόν, όπως και χιλιάδες άλλους στη θέση του, το δώρο Χριστουγέννων-Πάσχα, το επίδομα άδειας, οι νυχτερινές και κυριακάτικες προσαυξήσεις είναι άγνωστες λέξεις, μιας και ποτέ κανένα αφεντικό δεν του τα έχει δώσει. Του εξηγώ, πως αυτά είναι λεφτά που δικαιούμαστε και πως τα αφεντικά στις σκατοδουλειές που κάνουμε, μας τα κλέβουν συστηματικά, βασιζόμενοι στην άγνοια και στην παθητικότητά μας.

-Ναι, έχεις δίκιο, αλλά και το μαγαζί πώς θα βγει; Κι ύστερα, ας μην τους πιέζουμε και πολύ, γιατί δεν είναι δύσκολο να μας διώξουν
-Άσε το μαγαζί επιτέλους!! απαντώ νευριασμένα. Το μαγαζί είναι εκεί για να βγάζει φράγκα στις πλάτες μας. Από τον δικό μας κόπο ζουν και μας δίνουν πίσω ψίχουλα.
-Και τι να κάνουμε;
–Να οργανωθούμε, ρε Κώστα! Αυτοί έχουν τα πάντα με το μέρος τους, εμείς έχουμε μόνο ο ένας τον άλλον. Να μιλήσουμε με τα παιδιά από τις άλλες βάρδιες και από τα άλλα πόστα στο μαγαζί. Για τα προβλήματά μας στη δουλειά και τι θέλουμε να αλλάξει. Να συντάξουμε μια σειρά από αιτήματα και να τα διεκδικήσουμε. Να μπλοκάρουμε το μαγαζί ,να κάνουμε απεργία. Άμα κάτσουμε, συζητήσουμε και σκεφτούμε συλλογικά, πολλά μπορούμε να αλλάξουμε.
Kάθεται σιωπηλός και σκέφτεται αυτά που του λέω. Εκείνη την ώρα ακούγεται από μέσα το όνομά μου. Είναι η ώρα να παραλάβω την πρώτη παραγγελία. Άλλη μια κακοπληρωμένη βάρδια πίεσης ξεκινάει. Και έξω, έχει ήδη αρχίσει να ψιλοβρέχει…..

 

 

Το καλώδιο του Παυλίτο

Κόρνες, καυσαέριο, γρήγορο περπάτημα, σκουντήματα, φωνές και μπάτσοι κάθε είδους σε όλες τις γωνίες. Η Ομόνοια δεν παλεύεται! Είμαι αναγκασμένος όμως να κατεβαίνω συχνά, αφού εδώ βρίσκεται ο βασικός μας προμηθευτής με ιατρικά αναλώσιμα. Ο υπάλληλος μ’ ενημερώνει για την τελευταία αύξηση στις τιμές και διαπιστώνω ότι το κέρδος μας δε θα είναι ούτε 20%. Με την οικειότητα που έχω αποκτήσει μετά από τόσες δοσοληψίες, του λέω:

-Κι εμείς κλέφτες θα γίνουμε ρε μεγάλε; €130 για ένα καλώδιο που έχει κόστος υλικών €10; Θα τον κλείσεις τον δικό μου και δε θα ‘χω κι εγώ μεροκάματο.
-Άσε με Παυλίτο, γιατί κι ο δικός μου λέει ότι του τ’ αύξησε ο εισαγωγέας και δε βγαίνει αλλιώς! Χαζογελάμε σαρκαστικά με την ειρωνεία της στιχομυθίας μας, παίρνω το καλώδιο για τον καρδιογράφο, πίσω Χαλάνδρι για τιμολόγηση και το απόγευμα Πετράλωνα για μεταπώληση στο γιατρό. Αν το καλοσκεφτείς, πιο κοντά είναι η Ομόνοια στα Πετράλωνα από το Χαλάνδρι, αλλά ο γιατρός δεν ξέρει από πού τ’ αγοράζουμε εμείς κι έτσι διαιωνίζονται αυτά τα ανούσια πηγαινέλα μες στην πόλη, από τα οποία βγάζει κέρδος το αφεντικό μου κι έχω κι εγώ το μεροκάματό μου…

Κατά τις 18:00 φτάνω στο καρδιολογικό ιατρείο στα Πετράλωνα, σε μια από αυτές τις γειτονιές στα όρια του λόφου του Φιλοπάππου που νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε γραφικό ορεινό χωριό. Χίλιες φορές καλύτερα από τη βαβούρα της Ομόνοιας! Ανεβαίνω στον όροφο του παλιού σπιτιού και στη μέση της σκάλας πέφτω σ’ έναν παλιό συνάδελφο από τα οκτάμηνα στα ΕΛΤΑ.

– Έλα ρε Πανούλη, πάνε χρόνια!
– Σχεδόν πέντε! Πώς κι από δω ρε ψηλέ;
– Εδώ, πάω στο γιατρό ένα καλώδιο για τον καρδιογράφο. Εσύ; Δεν πιστεύω να βλέπεις καρδιολόγο απ’ τα 35;
– Άσ’ τα ρε Παύλο. Ήρθα πριν κάνα μήνα για μια βεβαίωση για το 5*5 κι έφυγα με τρία μπαλονάκια.
– Όχι ρε γαμώτο, εσύ ήσουνα θηρίο ρε φίλε. Καλά, τι έγινε;
– Τίποτα συγκεκριμένο. Το άγχος της καθημερινότητας λέει… Σήμερα είχα την τακτική παρακολούθηση. Και μου παίρνει και €60 την επίσκεψη ο καρδιολόγος σας. Για να μη σου πω πόσο
πήγε η επέμβαση. Δημόσια υγεία σου λέει μετά…
– Ε βέβαια, πώς να μη σου πάρει €60… Ξέρεις πόσο το δίνει φίλε ο δικός μου αυτό εδώ το καλώδιο;
€150. Το πήρε €130 στην Ομόνοια και για να το φέρει Πετράλωνα βγάζει 20 ευρώ. Και μη σου πω για τα πιο αναλώσιμα, χαρτιά καρδιογράφου και τέτοια. Εκεί είναι το μεγάλο δάγκωμα. Στα δε νοσοκομεία, δημόσια και ιδιωτικά, που είναι μεγάλες οι ποσότητες και μπλέκεις με μίζες και τα λοιπά, άστο… Εκεί ανεβαίνει η κλίμακα. Βέβαια, από δέκα τέτοια καλώδια τη μέρα, βγάζει το αφεντικό μου €200 παίρνω κι εγώ τα €20 και τρώω κι εγώ ψωμί. Πάλι καλά, Πανούλη, που έχει το αφεντικό δέκα τέτοια 20ευρα τη μέρα και μου δίνει το ένα…
– Ναι ρε ψηλέ, αλλά μετά πάμε και πληρώνουμε εσύ κι εγώ κερατιάτικα σε χειρουργεία για προβλήματα που στο κάτω κάτω το άγχος και η αγωνία της επιβίωσης τα προκαλούν. Κι από την άλλη για βάλ’ τα κάτω: €60 σκάω εγώ για την επίσκεψη, αλλά €150 σκάει κι ο γιατρός στον δικό σου για ένα καλώδιο που τα υλικά του κάνουν €10. Από αυτά τα €150 έχουμε και λέμε: €10 κάνουν τα υλικά, €20 βγάζει ο δικός σου, €20 ο προμηθευτής στην Ομόνοια, €60 ο μεγάλος εισαγωγέας και €40 ο εργοστασιάρχης στο Πακιστάν. Κι εσύ παίρνεις ας πούμε περίπου €2 για κάθε καλώδιο και οι Πακιστανοί εργάτες περίπου €1. Κι αυτή η φάση γίνεται για εκατομμύρια καλώδια, όχι για ένα. Δηλαδή εσύ και οι Πακιστανοί που βγάζετε τη δουλειά παίρνετε ψίχουλα και τ’ αφεντικά που κάνουν τις business πλουτίζουν αραχτοί από τη δική σας την εργασία. Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός φίλε. Και το χειρότερο είναι ότι τα λίγα ψίχουλα που παίρνουμε, μετά πάμε και τα δίνουμε για να γίνουμε καλά από τη σαπίλα της δουλειάς…

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *