Σημειώσεις πάνω στον πληθωρισμό και την ακρίβεια

Από τη μια κρίση στην άλλη

Όποιος κι όποια δεν θυμάται το παρελθόν, είναι καταδικασμένος/η να το ξαναζήσει. Έτσι λέει μια λαϊκή ρήση, έτσι λέει κι η εμπειρία μας. Εάν, λοιπόν, είμαστε αποφασισμένες κι αποφασισμένοι να μην αναβιώσουμε το παρελθόν, να αποφύγουμε την επανάληψη στα ίδια ακριβώς λάθη, δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στην όχι-και-τόσο μακρινή ιστορία μας, την ιστορία του κόσμου της εργασίας κατά την κρίση της περασμένης δεκαετίας. Έχει αξία η μνήμη, διότι, σήμερα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα επίθεση που φαίνεται να ξεδιπλώνεται με παρόμοιο τρόπο, όπως και τότε.

Μια δεκαετία και κάτι πριν, στις απαρχές της κρίσης του 2009, η φράση-σύμβολο που παρουσιαζόταν να αλλάζει τα πάντα άκουγε στην κωδική ονομασία ‘δημόσιο χρέος’. Η συνταγή, για το τότε πολιτικό προσωπικό της χώρας, απλή. Πρώτα, κι όπως πάντα σε περιόδους όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, χρησιμοποίησε το ‘έθνος’ ως όχημα, ως ένα πλαστό σημείο ενότητας ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο. Ανάμεσα στα αφεντικά και τον κόσμο της εργασίας. Έπειτα, έχοντας χαράξει αυτό το εθνικό ‘εμείς’ στη μαζική συνείδηση, μίλησε και είπε ότι ‘εμείς’ –όλες κι όλοι μαζί– ‘χρωστάμε’! Κι ότι θα έπρεπε να εργαστούμε σκληρά για να ‘ξεπληρώσουμε’. Έτσι, νοηματοδοτώντας ένα οικονομικό μέγεθος – το έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό– ως ευθύνη και των εργαζομένων, γεννήθηκε ο μύθος του ‘δημοσίου χρέους’. Ο μύθος αυτός αποτέλεσε έναν πανίσχυρο ιδεολογικό οδοστρωτήρα στη συνείδηση της εργατικής τάξης, επιτρέποντας –στα χρόνια που ακολούθησαν– να περάσουν οι πρώτες σοβαρές εργασιακές αναδιαρθρώσεις του 21ου αιώνα. Δηλαδή, οι διαδοχικές μειώσεις του βασικού μισθού, η ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου, το ψαλίδισμα των κοινωνικών επιδομάτων και η σταδιακή κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Οι αναδιαρθρώσεις αυτές σήμαναν την έναρξη ενός σαρωτικού μετασχηματισμού στη σχέση εργοδοτών-εργαζομένων (εις βάρος ημών, των τελευταίων) και μιας κάθετης πτώσης στην αξία της εργασίας μας, διαμορφώνοντας λίγο-πολύ το εργασιακό πεδίο που επικρατεί έως και σήμερα.

Η βαθιά κρίση του 2009 υποτίθεται ότι πέρασε αλλά, φυσικά, οι χαμηλοί μισθοί, η μαύρη εργασία και τα ωράρια-λάστιχο έμειναν. Και κάπως έτσι, μια ‘κατάσταση εξαίρεσης’, όπως την αποκαλούσαν, κατά την οποία ‘έπρεπε να γίνουν θυσίες’ από τη σύγχρονη εργαζόμενη κι εργαζόμενο, έγινε ο κανόνας.

Μια δεκαετία και κάτι μετά, σήμερα, η μορφή μπορεί να έχει αλλάξει αλλά η ουσία παραμένει ίδια. Η αφετηρία, τώρα, είναι η κρατική (και διακρατική) διαχείριση της πανδημίας του Covid-19 –η διαχείριση αυτή που διατάραξε τη λεπτή ισορροπία της παραγωγής και της κυκλοφορίας του εμπορεύματος κατά μήκος του πλανήτη– εκ της οποίας μια νέα φάση στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση αναδύεται επιθετικά. Η αφετηρία της φάσης αυτής αντανακλάται στις εξωφρενικές ανατιμήσεις στα πάσης φύσεως αγαθά, με τα κυβερνητικά επιτελεία να εμπλουτίζουν εκ νέου το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο: αυτή τη φορά, στο αφήγημα τους πρωταγωνιστεί ο ‘πληθωρισμός’. Στόχος τους, όπως και με το ‘δημόσιο χρέος’ κατά την κρίση του 2009, είναι να προσηλωθούμε σε μια αφηρημένη οικονομική έννοια, να τη μισήσουμε ως μια αόρατη δύναμη της φύσης και, συνεπώς, να λησμονήσουμε τα πραγματικά αίτια πίσω από τη νέα αυτή μείωση της αγοραστικής μας δύναμης. Να προσπεράσουμε, δηλαδή, την ουσία πίσω από την νέα υποτίμηση της εργασίας μας ή, ισοδύναμα, τη νέα μείωση στον πραγματικό μισθό μας.

Πληθωρισμός,ένα αδηφάγο τέρας

Οσημερινός πληθωρισμός, ο οποίος μόλις ξεκινά να βρυχάται, μοιράζεται την ίδια ακριβώς ουσία με την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2009. Είναι κι αυτός, δηλαδή, ένα οικονομικό φαινόμενο-ντόμινο, αυτή τη φορά αποτέλεσμα της διατάραξης στην παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όπου, όμως, εάν εστιάσουμε στους διακριτούς κρίκους της αλυσίδας αυτής θα δούμε και πάλι καθημερινούς επιχειρηματίες να μετακυλούν το αυξημένο τους κόστος στην εργατική τάξη, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν (ή και να αυξήσουν) τα κέρδη τους.

Το πως

Η έναρξη για το ντόμινο του πληθωρισμού, ο οποίος εκφράζεται μέσα από την ακρίβεια που καλούμαστε σήμερα να φορτώσουμε στους ώμους μας, πυροδοτήθηκε από δυο, ουσιαστικά, παράγοντες. Κατά πρώτον, από τον ειδικό τρόπο που τα κράτη διαχειρίστηκαν την πανδημία του Covid-19, με τους κοινωνικούς περιορισμούς και τις απαγορεύσεις. Κατά δεύτερον κι ανεξαρτήτως από το πρώτο –ασχέτως με το τι αναπαράγουν τα ΜΜΕ– από την ενεργειακή κρίση που έχει ξεσπάσει σε παγκόσμια κλίμακα, καιρό τώρα και πολύ πριν την πανδημία του κορονοϊού.

Πρώτα, λοιπόν, το έδαφος διαμορφώθηκε από τη διακρατική διαχείριση της πανδημίας, με τα lockdown και τις πολιτικές απαγόρευσης, τα οποία ανέκοψαν την παγκόσμια παραγωγή εμπορεύματος: τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης επέτρεψαν λιγότερες εργάτριες κι εργάτες στις βάρδιες, οι βιομηχανίες υπολειτούργησαν και η παραγωγή μειώθηκε κάθετα. Μειωμένο προϊόν, όμως, μπροστά σε αυξημένη ζήτηση, για τους καπιταλιστές σημαίνει υψηλότερες τιμές. Οπότε, με αρχή τις αυξήσεις τιμών στις μειωμένες πρώτες ύλες, ακολούθησε μια αλυσιδωτή αντίδραση αυξήσεων για κάθε βιομηχανία που εξαρτάται από μια άλλη πιο βασική. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ακόμα και η ίδια η ενέργεια που εξαρτάται από πρώτες ύλες (άνθρακα, λιγνίτη κλπ) μειώθηκε σε παραγωγή κι ανατιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό, όπου οι αντίστοιχες –ενεργειακά εξαρτώμενες– βιομηχανίες αναγκάστηκαν τόσο να υπολειτουργήσουν όσο και να μετακυλήσουν το αυξημένο ενεργειακό αυτό κόστος στην τιμή του τελικού προϊόντος.

Τα αλλεπάλληλα lockdown που επιβλήθηκαν από τα κράτη είχαν, βέβαια, κι αναπάντεχες συνέπειες: τα ετερόχρονα κλεισίματα μεταξύ των διαφορετικών κρατών, την αδυναμία για φόρτο-εκφόρτωση στα λιμάνια, την εκτίναξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και την απότομη ζήτηση για εμπόρευμα κατά τις επανεκκινήσεις των εθνικών οικονομιών μετά τα lockdown. Τα φαινόμενα αυτά ήρθαν και προστέθηκαν σε μια μακρά λίστα αναταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας (εμπορικός πόλεμος Κίνας/Αυστραλίας, αποκλεισμός της διώρυγας του Σουέζ, τοπικές κακοκαιρίες στα λιμάνια, έλλειψη οδηγών φορτηγών, ακόμη και οι απεργίες στο λιμάνι του Πειραιά το 2021), με αποτέλεσμα τη ναυτιλιακή συμφόρηση έξω από τα μεγάλα λιμάνια και, άρα, μια πρωτοφανή έλλειψη διαθέσιμων εμπορευματοκιβωτίων (container). Η μικρή προσφορά σε κενά εμπορευματοκιβώτια, σε συνδυασμό με την τεράστια ζήτηση για εισαγωγές κι εξαγωγές φορτίων, είναι κι ο λόγος που το κόστος μεταφοράς έχει σχεδόν εξαπλασιαστεί, κατά μήκος της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού. Ενδεικτικά μόνο, το κόστος μεταφοράς ενός εμπορευματοκιβωτίου από την Κίνα στον Πειραιά, έχει εκτοξευθεί από τα 2.000 δολάρια, στις αρχές του 2020, σε πάνω από 11.000 δολάρια την τρέχουσα περίοδο.

Το σημαντικότερο, βέβαια, κομμάτι των ανατιμήσεων φαίνεται να καθορίζεται από την ενεργειακή κρίση που καλπάζει κατά μήκος της παγκόσμιας αγοράς και η οποία προετοιμαζόταν με επιμονή όλα αυτά τα χρόνια. Με τον όρο κρίση, εδώ, εννοούμε δυο πράγματα. Κατά πρώτον, τον εσωτερικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα μεγαθήρια των ορυκτών καυσίμων –τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Κίνα– που είναι ο καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση των τιμών κι ο οποίος ανταγωνισμός είναι σε έξαρση πολύ πριν την πανδημία του Covid-19. Κατά δεύτερον, εννοούμε την ‘πράσινη ανάπτυξη’, δηλαδή τη διακρατική μετάβαση στη (βιομηχανία που εμπορεύεται) “πράσινη” ενέργεια (ηλεκτροκίνηση κλπ), η οποία κι ευθύνεται –μέσα σε άλλα– για τις υπέρμετρες φορολογήσεις, ειδικά στα καύσιμα κίνησης.

Το γιατί

Περιγράφοντας με λόγια απλά ένα τόσο σύνθετο οικονομικό φαινόμενο, ίσως πέσουμε στην παγίδα να τα θεωρήσουμε όλα αυτά ένα αναπόφευκτο κακό. Αυτό, βέβαια, θα ήταν πολύ μακρυά από την κοινωνική μας αλήθεια. Στην πραγματικότητα, όλα τα παραπάνω εκφράζονται μέσα από τον περίφημο νόμο της ‘προσφοράς και ζήτησης’. Ο νόμος αυτός, όμως, δεν είναι κάποιος de facto φυσικός νόμος του σύμπαντος, παρά η αξιοποίηση, από μεριάς ενός καπιταλιστή (ενός βιομηχάνου ή και μικρού επιχειρηματία), της ζήτησης για το εμπόρευμα που προσφέρει. Μικρή παραγωγή/προσφορά εμπορεύματος και μεγάλη ζήτηση από τους αγοραστές; Τότε μεγάλο και το αντίτιμο. Όπως, για παράδειγμα, πολύ πρόσφατα με τις εξωφρενικές τιμές στα αντισηπτικά. Και τις ιατρικές μάσκες. Και τα PCR, rapid και self test για τον Covid-19. Αυτή είναι η καπιταλιστική αλήθεια, από τις ασιατικές βιομηχανίες έως και τα ελληνικά supermarket, τα διυλιστήρια και τα μπακάλικα στις γειτονιές. Η κινητήριος δύναμη εδώ –εντός κι εκτός μιας έξαρσης πληθωρισμού– δεν είναι “η φύση”, αλλά η επιθυμία του κεφαλαίου, μεγάλου ή μικρού, για κερδοφορία.

Στην παρούσα φάση, βέβαια, εντός του πληθωριστικού φαινομένου, τα πράγματα είναι πιο οριακά: οι περισσότερες επιχειρήσεις εισάγουν/προμηθεύονται εξαρχής σε υψηλές τιμές και δεν έχουν πολλά περιθώρια για ανατίμηση ή αισχροκέρδεια. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής και, δει, τα supermarket: γνώμονας τους είναι –όπως πάντα– η κερδοφορία, αλλά η κουρελιασμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών κι ο εσωτερικός επιχειρηματικός ανταγωνισμός τους συγκρατεί από τις υψηλές ανατιμήσεις και τα μεγάλα κέρδη. Φυσικά, η κερδοφορία είναι ακόμα εδώ –χωρίς αυτή δεν νοείται η επιχείρηση– και θα συντηρήσει τον εαυτό της πάση θυσία. Εις βάρος της καταναλώτριας, με τις “κατάλληλες” ανατιμήσεις, και εις βάρος του εργαζόμενου, με τις “αναγκαίες” περικοπές στο κόστος της εργασίας εντός της επιχείρισης, δηλαδή τις μειώσεις στους μισθούς και τις απολύσεις.

Συνεπώς, με μια ψύχραιμη ματιά, αντιλαμβανόμαστε ότι ο ‘πληθωρισμός’ αποκτά διττή σημασία. Την κυριολεκτική σημασία –αυτή της περιγραφής ενός φαινομένου– όπου λειτουργεί ως μια οικονομική έννοια. Αλλά και μια μεταφορική σημασία –αυτή μιας εξωτερικής δύναμης που ευθύνεται για την υποτίμηση της εργασίας μας– όπου, πλέον, αποτελεί έναν ειδικά κατασκευασμένο πολιτικό μύθο.

Μέσα απο τον κόσμο της εργασίας

Η κρίση του 2009 ήταν, στην πραγματικότητα, μια κρίση στις καθημερινές, κοινωνικές μας σχέσεις: δεν ήταν η Lehman Brothers –μια επενδυτική τράπεζα στην άλλη μεριά του πλανήτη– που μας μείωσε το μισθό, μας πετσόκοψε τα ένσημα και μας άφησε απλήρωτες τις υπερωρίες. Τα αφεντικά μας ήταν. Ώστε να μετακυλήσουν στις δικές μας πλάτες το νέο τότε κόστος που τους χτύπησε την πόρτα, μπας και σώσουν τον τζίρο τους. Δεν ήταν η Goldman Sachs που καθιέρωσε τη 12μηνη ‘δοκιμαστική περίοδο εργασίας’ χωρίς προειδοποίηση ή αποζημίωση απόλυσης και που αντικατέστησε τις κλαδικές με επιχειρησιακές κι, εν τέλει, ατομικές συμβάσεις εργασίας, με αποτέλεσμα ο μισθός να είναι στο έλεος του κάθε αφεντικού. Το κράτος ήταν. Το κράτος των εργοδοτών, που έφερε τα μνημόνια και παραμόρφωσε το εργατικό δίκαιο στα μέτρα των επιχειρηματικών αναγκών, μετατρέποντας μας σε εντελώς αναλώσιμο κι ευέλικτο εργατικό δυναμικό, ώστε η ελληνική καπιταλιστική μηχανή να ορθοποδήσει πάνω στα κεφάλια μας.

Εν έτει 2022, η ιστορία επαναλαμβάνεται: οι επιχειρήσεις, οι εργοδότες και οι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας (ξανά-)οργανώνονται και (ξανά-)συστρατεύονται πίσω από το κράτος που τους εκπροσωπεί, με κοινό στόχο την αποδοτικότερη –για τα κέρδη τους– αξιοποίηση μας ως εργατικό και συνάμα καταναλωτικό δυναμικό. Έτσι ώστε, εν τέλει, να (ξανά-)πληρώσουμε τη δικιά τους κρίση, την κρίση του κόσμου της κερδοφορίας. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει και μεις με τη σειρά μας να πατήσουμε πόδι στα σχέδια τους. Να οργανωθούμε πίσω από τις βασικές μας ανάγκες, στη γειτονιά και το χώρο της εργασίας μας, και να επιβάλλουμε τα δικά μας συμφέροντα. Και μιας και η ζυγαριά ανάμεσα στην ευημερία μας και την κερδοφορία τους παλαντζάρει επικίνδυνα προς το τελευταίο, είναι αναγκαίο –περισσότερο από ποτέ– να αναθεωρήσουμε τη σχέση μας με τα βασικά αγαθά.

  • Τα τρόφιμα δεν είναι είδος πολυτελείας. Αυτή είναι, όμως, η πραγματικότητα που συνοδεύει τη μείωση της αγοραστικής μας δύναμης, εξωθώντας μας σε ολοένα και θρεπτικά φτωχότερες λύσεις. Μόνον τα δυο τελευταία χρόνια της πανδημίας, οι αλυσίδες supermarket αύξησαν κατακόρυφα τα κέρδη τους κατά περίπου 900 εκατ. ευρώ ανά έτος, ειδικά το 2020 βαπτίστηκε ως ‘ιστορική χρονιά’ κερδοφορίας και, όλα αυτά, ακολουθώντας μια ήδη “χρυσή” τετραετία πρωτοφανούς οργανικής ανάπτυξης του κλάδου, με δισεκατομμύρια ευρώ αύξηση του κύκλου εργασιών και εκατοντάδες νέα κι ανακαινισμένα καταστήματα. Ως εκ τούτου, απέναντι στις παραφουσκωμένες τσέπες των λίγων, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας σε μια καθημερινότητα πλούσιας διατροφικής αξίας, διεκδικώντας να πληρώσουν την ακρίβεια όλοι αυτοί που θησαυρίζουν πάνω στις ανάγκες μας.
  • Τα καύσιμα κίνησης, η μηχανοκίνηση δηλαδή, δεν είναι στυλ ζωής. Είναι –πρώτα και κύρια– το αναγκαίο κόστος μετακίνησης μας προς (ίσως και κατά) την εργασία μας, το οποίο έχουν μετακυλίσει άτυπα οι εργοδότες στις δικές μας πλάτες. Είναι αυτό το 50ευρω/200ευρω για το μηχανάκι/αμάξι, το οποίο αφαιρείται από τον μηνιάτικο μας, ενώ η φετινή (έως τώρα!) 30% αύξηση των τιμών συνεπάγεται μια επιπλέον μείωση του μισθού μας κατά ένα 15ευρω/60ευρω. Φυσικά, στους υπολογισμούς δεν περιλαμβάνουμε τις βόλτες μας, ένα επιπλέον κόστος που καθιστά τα καύσιμα, μηνιαίως, ένα δεύτερο νοίκι. Η τιμή λιανικής του καυσίμου διαμορφώνεται, περίπου, κατά 6% από το πρατήριο, κατά 34% από το διυλιστήριο και κατά 60% από φόρους. Υπό την οπτική αυτή, λοιπόν, δεν θα ήταν και υπερβολή να απαιτήσουμε τη μετακύλιση του κόστους αυτού τόσο στους εργοδότες, οι οποίοι σφυρίζουν αδιάφορα όλα αυτά τα χρόνια, όσο και στο κράτος που φορολογεί ληστρικά –είτε για είσπραξη, είτε στο όνομα της ‘πράσινης ανάπτυξης’– μετατρέποντας το ελληνικό καύσιμο ως το 4ο ακριβότερο στην Ευρώπη και 8ο ακριβότερο στον κόσμο.
  • Το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν ακριβό, είναι ακριβότερο και θα γίνει ακόμη πιο ακριβό. Μέσα σε ένα μόνο έτος, η τιμή του αυξήθηκε κατά 400%, ενώ του φυσικού αερίου, που συνιστά τη βασική πηγή του ενεργειακού μείγματος, κατά 800%. Μάλιστα, η νέες αυξήσεις της ΔΕΗ από τον Δεκέμβρη 2021 και μετά, έπειτα από την ύπουλη εφαρμογή της περίφημης ‘ρήτρας αναπροσαρμογής’ εκ μέρους της εταιρίας, έχουν αρχίσει να εκτινάσσονται σε αδιανόητα ύψη που αγγίζουν έως κι ένα επιπλέον 80%. Βέβαια, ενώ οι επιμέρους αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος ξεπηδάν από παντού –στον αχανή χάρτη της ενεργειακής βιομηχανίας– αρκεί να εστιάσουμε στα εγχώρια αρπακτικά όπου η αυστραλιανή Macquarie, με τις ευλογίες του κράτους, εξαγόρασε το 49% της ΔΕΔΔΗΕ, έναντι ενός ποσού που προβλέπεται να έχει αποσβέσει σε βάθος τριετίας. Εάν αναλογιστούμε ότι ο επενδυτικός αυτός κολοσσός έχει υπό-διαχείριση κεφάλαια ύψους 500 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή που μας ζητά αμύθητες περιουσίες σε λογαριασμούς και μας κόβει και το ρεύμα άμα λάχει, τότε η συλλογική αντεπίθεση στις γειτονιές μας, μέσα από την απαίτηση για ριζικές μειώσεις στα τιμολόγια αλλά και τις μαζικές στάσεις πληρωμών, δεν είναι απλώς δίκαιες αλλά και αναγκαίες λύσεις.
  • Το ενοίκιο είναι το μόνιμο αγκάθι για τον κόσμο της εργασίας. Με αυξήσεις της τάξης του 30%-60% την τελευταία δεκαετία έναντι των διαδοχικών μειώσεων του βασικού μισθού –με λίγα λόγια, τα 400ευρα που ζητάνε οι ιδιοκτήτες απέναντι στα 569 ευρώ που “εγγυάται” το κράτος των εργοδοτών– μετατρέπουν την υπόθεση του κόστους στέγασης σε ένα τραγικό ανέκδοτο. Φυσικά, το θράσος των ιδιοκτητών να ρυθμίζουν τις τιμές ανάλογα με τις ορέξεις τους δεν είναι κάτι το αυτονόητο: είναι μια ‘ελευθερία’ που τους παρέχει το κράτος, στην απουσία της δικιάς μας διεκδίκησης. Η ‘ελευθερία’ αυτή, συνεπώς, είναι μια ισορροπία ανάμεσα στις δικές μας αντιστάσεις και τα συμφέροντα των ιδιοκτητών, μια ισορροπία που δύναται να αλλάξει –κι αυτό έχει συμβεί πολλάκις στην ιστορία της εργατικής τάξης– μέσα από τις διάφορες μορφές που μπορούν να πάρουν οι αντιστάσεις αυτές. Πιο ειδικά, τόσο οι διακανονισμοί και οι καθυστερήσεις πληρωμών όσο και οι αγώνες ενάντια στις εξώσεις και η απαίτηση για ένα πλαφόν, αποτελούν κομμάτι των δικών μας απαντήσεων απέναντι στον εκβιασμό του ενοικίου.
  • Η δημόσια υγειονομική περίθαλψη υποτιμήθηκε με τον χειρότερο τρόπο, κατά την τελευταία διετία της πανδημίας. Βέβαια, η υποτίμηση αυτή ασφαλώς και δεν είναι ζήτημα που προέκυψε κατά την πανδημία: η μετατροπή των νοσοκομείων σε δομές μιας ασθένειας (Covid-19) και των πρωτοβάθμιων δομών περίθαλψης (ΙΚΑ, ΤοΜΥ) σε εμβολιαστικά κέντρα ήταν απλώς η χαριστική βολή σε ένα ήδη γονατισμένο ΕΣΥ. Αναφερόμαστε στην προ-υπάρχουσα υποστελέχωση, την έλλειψη εξοπλισμού, τις ατελείωτες ουρές στα επείγοντα περιστατικά και τις ατέρμονες αναμονές στα τακτικά ραντεβού, τα οποία από μόνα τους κλείνουν το μάτι στις ιδιωτικές κλινικές. Διότι η αντίξοη πρόσβαση στη δημόσια περίθαλψη –την οποία κι έχουμε ήδη ακριβοπληρώσει μέσα από τις ασφαλιστικές εισφορές μας, κάθε εργάσιμη μέρα– μας εξωθεί, εμμέσως, στα ιδιωτικά μαγαζιά της υγείας, καταδικάζοντάς μας σε ακόμη πιο συρρικνωμένο μισθό. Στην πραγματικότητα, η υποτίμηση αυτή της δημόσιας (κι άρα ανατίμηση της ιδιωτικής) περίθαλψης δεν μαρτυρά κάποιο λανθασμένο χειρισμό, αλλά αποτελεί κρατική στρατηγική, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, η οποία διεξάγεται συστηματικά τις τελευταίες δυο και πλέον δεκαετίες.
  • Τα καύσιμα θέρμανσης, τέλος, δεν είναι δευτερεύουσα ανάγκη. Αναγκαστικά, όμως, γίνονται όταν, πολύ απλά, ο μισθός έχει κάνει φτερά σε όλα τα παραπάνω βασικά αγαθά. Έτσι, η κερδοφορία των πετρελαϊκών, των διυλιστηρίων και των λοιπών εμπλεκόμενων εμπόρων, πατάει –με κρατική σφραγίδα– πάνω στα κρύα σώματα της εργατικής τάξης, αφήνοντας πίσω της αίμα και καμμένη γη. Ενδεικτικά, μόνο τον Δεκέμβρη του 2021, 16 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί στην προσπάθεια τους να ζεσταθούν με εναλλακτικά, φθηνά μέσα.

Φυσικά, ασχέτως εάν διεκδικούμε και κερδίζουμε χώρο –αλλά ειδικά όταν το κάνουμε– οι εργοδότες θα βρίσκουν εναλλακτικούς τρόπους να μειώσουν το κόστος τους και να αυξήσουν την κερδοφορία. Ο πιο δημοφιλής, ειδικά σε περιόδους όπου δεν απολαμβάνουν επαρκούς οικονομικής στήριξης από το κράτος, είναι, προφανώς, η μείωση του κόστους εργασίας των επιχειρήσεων. Με μειώσεις μισθών, απολύσεις και αντικατάσταση με νεαρότερο –φθηνότερο και πιο ευέλικτο– εργατικό δυναμικό. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να είμαστε έτοιμες κι έτοιμοι να συμπαρασταθούμε και να ενισχύσουμε τους αγώνες όλων αυτών των εργαζομένων, που μέλλει να υποτιμηθούν ή και να βρεθούν στο δρόμο.

Οπότε

Πριν από οτιδήποτε, θα πρέπει να κατακτήσουμε, όλες κι όλοι μαζί, μια κοινή οπτική. Να μοιραστούμε ορισμένες κοινές θέσεις, διότι μόνον έτσι θα αποκτήσουμε πραγματική συνοχή κι αποτελεσματικότητα. Μόνον έτσι θα προσπεράσουμε την αγανάκτηση και θα χτίσουμε μια προοπτική για τις διεκδικήσεις μας, προσφέροντας μια ευκαιρία στους εαυτούς και τις εαυτές μας να κερδίσουμε τον κοινωνικό χώρο που μας αξίζει.

Ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι, αναμφίβολα, να αντιληφθούμε την έννοια του πραγματικού μισθού. Να κατανοήσουμε, δηλαδή, πόσο πραγματικά αξίζει η εργασία μας. Ότι, με λίγα λόγια, ο μισθός που παίρνουμε από τον εργοδότη δεν λέει την αλήθεια. Αντιθέτως, την αλήθεια λέει η αμοιβή για την εργασία μας ως αγοραστική δύναμη, όταν σταθεί δίπλα στις τιμές των αγαθών και των λοιπών εμπορευμάτων που καταναλώνουμε. Την αλήθεια λέει το υπόλοιπο που μένει, όταν αφαιρέσουμε από το μηνιάτικο μας τους λογαριασμούς, τα ψώνια, τα καύσιμα και το νοίκι. Όπως, την αλήθεια τη λέει, επίσης, κι ο εργάσιμος χρόνος μας: είτε δουλεύουμε το ίδιο κι έχουμε λιγότερα αγαθά από πριν, είτε δουλεύουμε περισσότερο ώστε να διασφαλίσουμε τα ίδια, αυτές είναι δυο ισοδύναμες όψεις στο νόμισμα της υποτίμησης της εργασίας μας. Και συνολικότερα των ζωών μας, καθώς στερούμαστε του πολυτιμότερου, ίσως, αγαθού της εποχής μας: του ελεύθερου χρόνου, του χρόνου για πνευματική τεμπελιά, για φιλία και για έρωτα.

Φυσικά, όπως ο μισθός και τα ένσημα που δίνει –ή δεν δίνει– ο εργοδότης είναι αποτέλεσμα της μάχης που δίνουμε –ή δεν δίνουμε– εμείς, έτσι και τα βασικά αγαθά τιμολογούνται με βάση την παρουσία –ή την απουσία– των διεκδικήσεων μας. Η ακριβής συνταγή μένει να βρεθεί, αλλά η λογική είναι ίδια και απλή. Όπως για το ζήτημα του μισθού και της ασφαλισμένης εργασίας ασκούμε πίεση στους εργοδότες και το κράτος που τους στηρίζει, έτσι και με τα βασικά αγαθά αρκεί να κάνουμε το ίδιο: να στοχεύσουμε τόσο τους επιχειρηματίες που κερδοσκοπούν στις πλάτες μας, όσο και το κράτος που εξασφαλίζει το ελεύθερο των ανατιμήσεων και φορολογεί επιθετικά. Να τοποθετήσουμε όλες τις υλικές ανάγκες μας πίσω από ένα ενιαίο μέτωπο –αυτό του έμμεσου, πραγματικού μισθού– ενοποιώντας έτσι τις επιμέρους διαπραγματευτικές μας δυνάμεις και, από την θέση αυτή, να επιβάλλουμε τις επιθυμίες μας.

Οπότε, ας οργανωθούμε. Στο χώρο της εργασίας μας με τις συναδέλφισσές μας και στη γειτονιά με τους ανθρώπους της τάξης μας, με τους οποίους μοιραζόμαστε τα ίδια βάρη. Τα ενοίκια, τους λογαριασμούς, τους εργοδότες. Ας σταθούμε ο ένας δίπλα στην άλλη έξω από τα supermarket κι ας απαιτήσουμε αποφασιστικά χαμηλότερες τιμές. Ας εμποδίσουμε τα συνεργεία της ΔΕΔΔΗΕ, κάθε μια φορά που θα έρθουν να διακόψουν το ρεύμα της γειτόνισσας και του γείτονα. Ας διαδηλώσουμε στις γειτονιές μας, ώστε να συναντηθούμε στο δρόμο και να διαπιστώσουμε ότι έχουμε τα ίδια ψυχολογικά αδιέξοδα. Να δούμε ότι είμαστε όλες κι όλοι μαζί σε αυτό, να νιώσουμε συντροφικότητα και να ενωθούμε σε ένα συλλογικό σώμα, μέσα από το οποίο θα επιβάλλουμε τα συμφέροντα μας. Να ενώσουμε τις φωνές μας, ώστε να καλλιεργήσουμε το συλλογικό μας θάρρος και να δείξουμε, επιτέλους, τα δόντια μας σε όλους αυτούς που μας βλέπουν μοναχά ως κρέας για τη μηχανή της κερδοφορίας τους. Έτσι ώστε να σταματήσει η καθημερινότητα να είναι αγώνας για επιβίωση και να κατακτήσουμε, χέρι-χέρι και βήμα-βήμα, μια ζωή όπου θα δουλεύουμε λιγότερο και θα απολαμβάνουμε περισσότερο.

Νομάδες | Εργατική συνέλευση στα Βορειοανατολικά

Απρίλης 2022

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *